ἐπιπλοκήλη

ἐπιπλοκήλη
ἐπιπλο-κήλη, ,
A hernia of the omentum, Gal.7.36:—hence [suff] ἐπιπλο-κηλικός, , one who suffers from it, Id.14.789.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐπιπλοκήλη — hernia of the omentum fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιπλοκήλη — η (Α ἐπιπλοκήλη) ιατρ. μορφή κήλης που χαρακτηρίζεται από την πτώση τού επίπλου* μέσα στον κηλικό σάκο …   Dictionary of Greek

  • ἐπιπλοκήλαις — ἐπιπλοκήλη hernia of the omentum fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπλοκήλην — ἐπιπλοκήλη hernia of the omentum fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρκοεπιπλοκήλη — η, ΝΑ, και σαρκεπιπλοκήλη Ν σαρκοκήλη σε συνδυασμό με επιπλοκήλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + επιπλοκήλη «μορφή κήλης»] …   Dictionary of Greek

  • ἐπιπλοκήλας — ἐπιπλοκήλᾱς , ἐπιπλοκήλη hernia of the omentum fem acc pl ἐπιπλοκήλᾱς , ἐπιπλοκήλη hernia of the omentum fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιπλοκομιστής — ἐπιπλοκομιστής, ὁ (Α) αυτός που πάσχει από επιπλοκήλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίπλοον, ουν + κομιστής < κομίζώ] …   Dictionary of Greek

  • κήλη — Ιατρικός όρος που χαρακτηρίζει την έξοδο ενός οργάνου ή τμήματός του από την κοιλότητα στην οποία φυσιολογικά περιέχεται, εξακολουθώντας όμως να καλύπτεται από τους ιστούς που φυσιολογικά το περιβάλλουν. Οι κ. που απαντώνται συχνότερα είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”